- εξασκελής
- ἑξασκελής, -ές (Α)αυτός που έχει έξι σκέλη, που είναι σχισμένος σε έξι μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + -σκελής (< σκέλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑξασκελής — six tailed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξασκελῆ — ἑξασκελής six tailed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑξασκελής six tailed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑξασκελής six tailed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξασκελεῖ — ἑξασκελής six tailed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἑξασκελής six tailed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξασκελεῖς — ἑξασκελής six tailed masc/fem acc pl ἑξασκελής six tailed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξασκελέσιν — ἑξασκελής six tailed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek